- ὁμοιομερείας
- ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομέρειαa having like partsfem acc plὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομέρειαa having like partsfem gen sg (attic doric aeolic)ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομερείαfem acc plὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομερείαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.